διατόνιο

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

Greek Monolingual

και διατόνι, το (Α διατόνιον)
διάτονος
νεοελλ.
1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη
2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι
αρχ.
αγκίστρι, κρίκος απ' όπου κρέμεται το πάνω μέρος παραπετάσματος.