διγαμία

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 614] ἡ, die zweite Heirath, K. S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
segundo matrimonio Iust.Phil.1Apol.15.5, Meth.Symp.83, Basil.Ep.188.4, Gr.Naz.M.36.292B, Epiph.Const.Haer.59.7.5, Hieron.Ep.49.8, 79.10, Cat.Cod.Astr.12.174.10.

Greek Monolingual

η (ΑΝ) δίγαμος
η σύναψη δεύτερου γάμου ενώ δεν έχει λυθεί ακόμη ο πρώτος
μσν.
η σύναψη δεύτερου γάμου μετά τη λύση του πρώτου, δευτερογαμία.