δικύπελλος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
[ῠ], ον, Glossaria on ἀμφικύπελλος, Eust.159.4.
Spanish (DGE)
-ον
de dos copas, de doble copa glos. a ἀμφικύπελλος Eust.159.5.
Greek (Liddell-Scott)
δικύπελλος: -ον, ὁ συγκείμενος ἐκ δύο κυπέλλων, Εὐστ. εἰς Ἰλ. Α. 596.