δικώ

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

German (Pape)

[Seite 630] nur aor. ἔδικον, δικεῖν, von den Alten stets = βάλλω erkl., werfen; πέτρῳ Pind. Ol. 11, 72; στεφάνους P. 9, 123; τεῦχος Aesch. Ch. 97; πεδόσε σώματα Eur. Bacch. 601; vgl. Phoen. 643. 672; Aristaen. 2, 1 bildete ein praes. τόξα δίκει. Vgl. δίσκος, δίκτυον.