δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.