διολίσθηση

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source

Greek Monolingual

η
1. γλίστρημα
2. διαφυγή
3. φρ. «διολίσθηση δραχμής, μάρκου, κ.λπ.» — βαθμιαία, κατ΄ αντίθεση προς την άμεση, υποτίμηση της αξίας της δραχμής κ.λπ. έναντι άλλων νομισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διολισθαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].