διορατικότητα

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα, η ικανότητα του διορατικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διορατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον λόγιο τύπο διορατικότης στον Α. Ν. Στούπη].