διορατικότητα

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα, η ικανότητα του διορατικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διορατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον λόγιο τύπο διορατικότης στον Α. Ν. Στούπη].