τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
ηη ιδιότητα, η ικανότητα του διορατικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < διορατικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον λόγιο τύπο διορατικότης στον Α. Ν. Στούπη].