διορατικός

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορᾱτικός Medium diacritics: διορατικός Low diacritics: διορατικός Capitals: ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: dioratikós Transliteration B: dioratikos Transliteration C: dioratikos Beta Code: dioratiko/s

English (LSJ)

διορατική, διορατικόν, clear-sighted, Ph.1.478: c. gen., Luc.Salt.4 (Comp.); τῶν ὄντων Max.Tyr.16.3, cf. Asp.in EN79.28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que distingue ὁ ὀξὺς καὶ δ. ὀφθαλμός Gr.Nyss.Eun.3.7.14, (αἴσθησις) Epiph.Const.Haer.48.5.1
intelectualmente capaz de discernir, clarividente, sagaz, perspicaz ὁ δὴ συνίων καὶ δ. οὗτός ἐστιν ὁ γνωστικός Clem.Al.Strom.4.22.135, τὸ δ. τῆς ψυχῆς ... ὄμμα Clem.Al.Paed.2.9.81
c. gen. διορατικοὺς ... ἡμᾶς γίνεσθαι ... τοῦτου Asp.in EN 79.28
frec. en compar. c. valor intensivo τῶν ἐν τῷ βίῳ διορατικώτερος ... ἐπανελήλυθα he regresado ... más clarividente para las cosas de la vida Luc.Salt.4, cf. Gr.Nyss.Res.303.10, διορατικωτέρους ... γίνεσθαι τῶν ἐν αὐτοῖς ἀληθῶν Alex.Aphr.in Top.23.8
de la capacidad profética (δαίμονες) ἔχοντές τι περὶ τῶν μελλόντων διορατικόν Origenes Cels.4.92
dicho del pueblo hebreo δ. γένος Ph.1.478, incluso como supuesta etim. de la palabra Ἰσραήλ Clem.Al.Strom.1.5.31
subst. τὸ δ. capacidad de discernimiento (φωτισμός) τὸ δ. ἐντιθείς Clem.Al.Paed.1.6.29, cf. Gr.Nyss.Eun.1.14
neutr. compar. como adv. διορατικώτερον κατανοοῦντες τὰ τῆς θεοσεβείας πράγματα Origenes Io.20.33.
2 que ve a través dicho de Zacarías διορατικωτέρῳ τῷ ὄμματι θεασάμενος τὸν ... ἐπιγάστριον Anon.Hier.Luc.51.5.
II adv. διορατικῶς = de la percepción intelectual clara, distintamente ἄφρων ... ὁ πρὸς τὰ κοινὰ ... δ. μὴ ἔχων Basil.M.29.445A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
perspicace.
Étymologie: διοράω.

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, der etwas durchschauen kann, scharfsichtig, τινός, Luc. salt. 4 und Sp.

Russian (Dvoretsky)

διορᾱτικός: проницательный, зоркий (τῶν ἐν τῷ βίῳ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διορᾱτικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ διαβλέπῃ, ὀξυδερκής, Λατ. perspicax, Λουκ. Ὀρχ. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διορατικός, -ή, -ον) διορώ
αυτός που προβλέπει κάτι, οξυδερκής
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διόραση.