διπλωματία
Greek Monolingual
η
1. το έργο, η ιδιότητα του διπλωμάτη
2. η ικανότητα στη διαχείριση τών εξωτερικών υποθέσεων ενός κράτους
3. το σύνολο προσώπων και υπηρεσιών που ασχολούνται με τις εξωτερικές υποθέσεις μιας χώρας
4. η ικανότητα για συνεννοήσεις και συναλλαγές
5. ανειλικρίνεια, κρυψίνοια, διπροσωπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. diplomatic. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου].