διπλωτής

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

ο (θηλ. διπλώτρια, η) διπλώνω
εργάτης που ασχολείται με το δίπλωμα υφασμάτων, χαρτιού κ.λπ., αυτός που διπλώνει (έντυπα κ.λπ.) σε ορισμένο σχήμα.