δισήμαντος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Spanish (DGE)

-ον de significado doble Eust.948.3.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + σημαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].