διφρελάτειρα
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, pecul. fem. of διφρηλάτης, APl. 4.359.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Prosodia: [-ᾰ-]
mujer auriga, AP 16.359.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, Wagenlenkerin, Ep. stat. athl. 30 (Plan. 359).
Greek (Liddell-Scott)
διφρελάτειρα: ἡ, θηλ.τοῦ διφρηλάτης, Ἀνθ. Πλαν. 4. 359.
Greek Monolingual
διφρελάτειρα, η (Α)
βλ. διφρηλάτης.
Greek Monotonic
διφρελάτειρα: [ᾰ], ἡ, ποιητ. θηλ. του διφρηλάτης, σε Ανθ.