διχογνωμώ

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM διχογνωμῶ, -έω
Α και διχογνωμονῶ)
1. έχω αντίθετη γνώμη
2. αμφιβάλλω, αμφιταλαντεύομαι.