διχρονία
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
English (LSJ)
ἡ, in Metric,
A two short syllables, Sch.Heph.p.110C.
II Pythagorean name for six, Theol.Ar.37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 métr. escansión doble τρεῖς παραυξήσεις ἔχουσιν οἱ δισύλλαβοι ἀπὸ διχρονίας μέχρι τετραχρονίας Sch.Heph.p.110.
2 n. pitagórico del número seis, Theol.Ar.37.
Greek Monolingual
διχρονία, η (Α)
1. (μετρ.) δύο βραχύχρονες συλλαβές
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 6.
German (Pape)
ἡ, Doppelzeit, heißt die Zahl Sechs, Theol. arithm.