πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
το
1. το δόκανο, η παγίδα
2. δοκάνη, αλωνιστική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δοκάνι < δοκάνη (ΙΙ) με τη σημ. 1 και < δοκάνη (Ι) με τη σημ. 2, με μεταβολή του γένους].