Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
-ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στον δολοφόνο ή στη δολοφονία2. αυτός που γίνεται με σκοπό τη δολοφονία («δολοφονική απόπειρα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].