δολοφονώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

(AM δολοφονῶ, -έω) δολοφόνος
φονεύω με δόλο εκ προμελέτης
νεοελλ.
βλάπτω κάποιον καίρια με δόλο
αρχ.
φονεύω.