δράξομαι Search Google

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

French (Bailly abrégé)

v. δράσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

δράξομαι: fut. к δράσσομαι.