δρίλος

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94

Greek Monolingual

ο (Α δρίλος)
νεοελλ.
μικρό κολεόπτερο έντομο με επίμηκες σώμα και κεραίες σαν φτερά
το αρσενικό έχει φτερά, ενώ το θηλυκό δεν έχει και είναι πολύ μεγαλύτερο (οικογένεια δριλίδες)
αρχ.
1. φιλήδονος
2. ονομασία σκουληκιού.