δραγματοφόρος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 664] Garben tragend, Aesop. 379.
French (Bailly abrégé)
c. δραγματηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
δραγματοφόρος: Aesop. = δραγματηφόρος.
[Seite 664] Garben tragend, Aesop. 379.
c. δραγματηφόρος.
δραγματοφόρος: Aesop. = δραγματηφόρος.