δρακαινίς
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = δράκων III, Ephipp.12.6, Mnesim.4.42.
Spanish (DGE)
(δρᾰκαινίς) -ίδος, ἡ
ict. pez araña, Trachinus draco L., pez de espinas venenosas, Ephipp.12.6, Mnesim.4.42.
German (Pape)
[Seite 664] ίδος, ἡ, ein Fisch, Ephipp. bei Ath. VII, 322 e.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκαινίς: -ίδος, ἡ, εἶδός τι ἰχθύος, Ἔφιππ. Κυδ. 1, Μνησίμ. Ἱππ. 1. 42.