δροσαλλίς

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640

German (Pape)

[Seite 668] ίδος, ἡ, eine Rebenart, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

δροσαλλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἀμπέλου, Γεωπ. 5. 17, 3.

Greek Monolingual

δροσαλλίς, η (Μ)
είδος αμπέλου.