δρώπαξ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Spanish (DGE)

-ᾰκος, ὁ
• Alolema(s): tb. acent. δρῶπ-
1 dropacismo, emplasto de pez o cera, ungüento resinoso con dif. usos médicos: para producir calor local o como lenitivo, Archig. en Gal.13.217, Archig. en Aët.3.180, Gal.6.416, 18(2).894, ὁ τῶν σωματεμπόρων δ. Dsc.Eup.1.233, cf. Cass.Fel.1, tb. como depilatorio en cosmética, Mart.3.74, 10.65, Aus.93.1, Synes.Calu.12 (bis).
2 un tipo de espada Hdn.Epim.24.
• Etimología: Forma c. vocalismo ø/P *droH2- rel. c. rus. drápaju, s.cr. drápatiarañar’, de la misma r. que δρέπω, δρῦς, etc. qq.u.

Greek Monolingual

δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.