δυάδα

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

η (AM δυάς)
1. η ιδιότητα του αριθμού δύο
2. δύο όμοια πρόσωπα ή πράγματα, τα οποία θεωρούνται ως σύνολο, ζεύγος
αρχ.
ο αριθμός δύο.