δυάδα
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
η (AM δυάς)
1. η ιδιότητα του αριθμού δύο
2. δύο όμοια πρόσωπα ή πράγματα, τα οποία θεωρούνται ως σύνολο, ζεύγος
αρχ.
ο αριθμός δύο.