δυάρα Search Google

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

και διάρα, η και δυάρι δύο
1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα του ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών
2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί της τράπουλας με τον αριθμό δύο
3. στον πληθ. δυάρες
στα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο
4. φρ. α) «δεν δίνω δυάρα» — αδιαφορώ τελείως
β) «δεν αξίζει δυάρα» — είναι ανάξιος λόγου.