δυνέαται

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ind. ion. de δύναμαι.

Greek Monotonic

δυνέαται: Ιων. αντί δύνανται, γʹ πληθ. του δύναμαι.

Russian (Dvoretsky)

δυνέαται: Her. 3 л. pl. praes. к δύναμαι.