необщительный
Russian > Greek
ἄμικτος, δυσόμιλος, ἀνέξοδος, δυσκοινώνητος, ἀνέντευκτος, δυσέντευκτος, δυσεπίμικτος, ἀνομίλητος, κακοχρήσμων, κακοχράσμων, ἀπροσόμιλος, ἀνίδρυτος, ἀΐδρυτος, ἀνεπίμικτος, δυσξύμβολος, δυσσύμβολος, ἀκοινώνητος, ἀκοινώνατος