δυσελπίζω
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
incorrect spelling for δυσελπιστέω, Plb.16.33.1, 21.13.2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσελπίζω: μέλλ. -σω, = δυσελπιστέω, Πολύβ. 16. 33. 1., 21. 10, 2. ― ἐσφαλμέν. γρ. ἀντὶ δυσελπιστέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσελπίζω: и δυσελπιστέω терять надежду, приходить в отчаяние, отчаиваться (τινί, ἐπί τινι и περί τινος Polyb.).