δυσσύμφυτος
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
δυσσύμφυτον, hardly growing together, Id.10.336; τραύματα Sor.1.38.
Spanish (DGE)
-ον
medic., de heridas difícil de cerrarse naturalmente, que cicatriza mal Sor.1.12.97
•subst. τὸ δ. dificultad para cerrarse naturalmente ἡ γάρ τοι φύσις τῆς ἀρτηρίας ὄντως ἐνδείκνυται τὸ δ. Gal.10.336.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zusammenwachsend, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύμφυτος: -ον, ὁ μετὰ δυσκολίας συναυξανόμενος, Γαλην. 10, 113.