ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
το (AM εἴλημα)μσν.- νεοελλ.θόλος, καμάρααρχ.1. οτιδήποτε έχει συστραφεί σπειροειδώς, κουλούρα2. κάλυμμα3. σπείρα κίονα.