εἴλημα
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
-ατος, τό, (εἰλέω)
A veil, covering, wrapper, [[[Herodotus|Hdt.]]] ap.Stob.3.28.18a.
II = εἰλεός 1, Hp.Flat.9 (pl., dub.).
2 a coil, σχοινίου S.E.M.7.187; roll of a bandage, Gal.18(1).809.
III Archit., arch spanning intercolumniation, Arch.Anz.19.8 (Milet.), CIG2782.31 (Aphrodisias).
IV vault, cellar, prob. in PLond.ined.1821.387.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): εἵλ- S.E.M.7.187, Ps.Hdt. uel Anon. en Stob.3.28.21
• Grafía: graf. ἴλ- POxy.3060.6 (II d.C.)
I 1rollo, espiral εἵ. σχοινίου rollo de cuerda S.E.l.c., (τοῦ ἐπιδέσμου) Gal.18(1).809, cf. 794, Ps.Hdt. uel Anon.l.c.
•de un manuscrito volumen Aq.Ie.36.2, ἐν τοιούτοις εἰλήμασι τὰς θείας ἔχουσι Γραφάς Thdt.M.81.841.47, cf. 681.31.
2 envoltorio ref. un fardo de viaje πάντα ἐν ἰλήματι καινῷ λεντίῳ POxy.l.c.
•acción de envolver ref. al sudario de Cristo τὸ εἴ. τῆς σινδόνος Epiph.Const.Haer.42.11.17.
II 1arco entre dos columnas τὰ εἰλήματα καὶ τὰ τετράετα κατὰ τῶν κιόνων περιειλεῖν tender los arcos y las bóvedas de cruz sobre las columnas, Milet 6(2).935.5 (II d.C.), cf. JRCil.1.24 (imper.), τὰς λευκολίθους παραστάδας καὶ τὸ κατ' αὐτῶν εἴ. CIG 2782.30 (Afrodisias II d.C.), de un acueducto μαρμαρώσας δὲ ἐπάνω τῶν εἰλημάτων τοῦ χειμάρρου Io.Mal.Chron.13.339.
2 bóveda o cúpula Io.Mal.Chron.18.490, 495.
German (Pape)
[Seite 728] τό, die Hülle, Decke, Anon. Stob. fl. 28, 18. – Sp. auch = Gewölbe. – Bei Hippocr. die Krankheit εἰλεός.
Russian (Dvoretsky)
εἴλημα: ατος τό (свитой) круг, бухта (σχοινίου Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
εἴλημα: τὸ (εἰλέω) κάλυμμα, σκέπασμα, Λατ. involucrum, Ἀνώνυμ. παρὰ Στοβ. 197. 55. ΙΙ. = εἰλεὸς 1, Ἱππ. 298. 40· σπείραμα, «κουλλοῦρα», ἐν ἀλαμπεῖ οἰκήματι εἴλημα σχοινίου θεασάμενός τις, παραυτίκα μὲν ὄφιν ὑπολαβὼν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 187· ἐν δὲ τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 30, φαίνεται νὰ σημαίνῃ σπεῖραν κίονος. ΙΙΙ. θόλος, «καμάρα», Μαλαλ.
Greek Monolingual
το (AM εἴλημα)
μσν.- νεοελλ.
θόλος, καμάρα
αρχ.
1. οτιδήποτε έχει συστραφεί σπειροειδώς, κουλούρα
2. κάλυμμα
3. σπείρα κίονα.
Translations
Arabic: انسداد معوي; az: bağırsaq keçməzliyi; Bulgarian: преплитане на червата; Chinese Mandarin: 腸梗阻, 肠梗阻, 腸阻塞, 肠阻塞; Catalan: obstrucció intestinal; Czech: ileus; Finnish: suolitukos; French: iléus, occlusion intestinale; German: Darmobstruktion, Darmverschluss, mechanischer Ileus; English: intestinal obstruction, bowel obstruction, ileus; Greek: ειλεός, εντερική απόφραξη, απόφραξη εντέρου; Ancient Greek: εἰλεός, ἰλεός, εἴλημα; Spanish: íleo, obstrucción intestinal; eu: heste-buxadura; French: occlusion intestinale; hi: आंत्रावरोध; hy: աղիքային անանցանելիություն; Japanese: 腸閉塞症; or: ଆନ୍ତ୍ରିକ ଅବରୋଧ; Portuguese: obstrução intestinal; Russian: кишечная непроходимость, заворот кишок; Swedish: tarmvred, tarmstopp, ileus; tt: эчәклек үткәрмәүчәнлеге; Ukrainian: кишкова непрохідність; Vietnamese: tắc ruột