εγγυθήκη

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

Greek Monolingual

ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α)
1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων
2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ.