εγκαθεύδω

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source

Greek Monolingual

ἐγκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ανάμεσα ή πάνω σε κάτι
2. κοιμάμαι
3. (ειδ.) κοιμάμαι μέσα σε ναό για να θεραπευθώ από θαύμα.