Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ἐγκροτῶ (-έω) (Α)1. χτυπώ στο έδαφος2. χτυπιέμαι αμοιβαία3. χτυπώ την πόρτα4. καρφώνομαι.