εγκροτώ

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ἐγκροτῶ (-έω) (Α)
1. χτυπώ στο έδαφος
2. χτυπιέμαι αμοιβαία
3. χτυπώ την πόρτα
4. καρφώνομαι.