εδεστός

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

ἐδεστός, -ή, -όν (Α) έδω
1. φαγώσιμος, εδώδιμος
2. καταφαγωμένος, καταναλωμένος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδεστόν
φαγητό, φαγώσιμο, έδεσμα.