εικονογραφία

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η (ΑΜ εἰκονογραφία)
νεοελλ.
1. η ζωγραφική απεικόνιση θρησκευτικών θεμάτων («βυζαντινή εικονογραφία»)
2. η τέχνη ή το έργο του εικονογράφου
3. προσωπογραφία
4. αναπαράσταση με εικόνες
5. διακόσμηση (π.χ. βιβλίου) με εικόνες