προσωπογραφία

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (καλ. τεχν.) απεικόνιση της φυσιογνωμίας ενός προσώπου με σχέδιο, ζωγραφική, φωτογραφία, κν. πορτραίτο
2. (κατ' επέκτ.) α) λεπτομερής περιγραφή της ψυχικής φυσιογνωμίας, δηλ. τών αρετών και ελαττωμάτων ενός προσώπου
β) η ικανότητα για μια τέτοια περιγραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. prosopographie (< πρόσωπο + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκ. Σκούφο].