ειρηνοποιός
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
-ό (AM εἰρηνοποιός, -όν)
ειρηνικός, συμβιβαστικός
νεοελλ.
αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις
αρχ.
ρωμαίος ειρηνοδίκης.