εισελαύνω

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

εἰσελαύνω (Α)
1. ωθώ, οδηγώ μέσα (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)
2. εισέρχομαι
3. επιτίθεμαι
4. εισβάλλω
5. εισέρχομαι στην πόλη με θριαμβευτική πομπή.