εκβολάδα
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
Greek Monolingual
η (Α ἐκβολάς)
οτιδήποτε αποβάλλεται ή απορρίπτεται, κυρίως τα απορρίμματα τών μεταλλουργικών εργασιών
νεοελλ.
1. τα απορρίμματα της αρχαίας μεταλλουργίας και ιδίως του Λαυρίου
2. φρ. νεοελλ. «εσωτερικές εκβολάδες» — αυτές που απορρίπτονται μέσα στα μεταλλεία
αρχ.
1. αιγυπτιακό σταφύλι που πίστευαν ότι προκαλούσε έκτρωση
2. φρ. «ἐκβολὰς μήτρα» — είδος ρωμαϊκού φαγητού.