διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
ἐκγελῶ (-άω) (AM)μσν.ξεγελώαρχ.1. γελώ δυνατά2. φρ. «ἐκγελᾷ φόνος» — πετιέται ορμητικά το αίμα.