εκγελώ

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source

Greek Monolingual

ἐκγελῶ (-άω) (AM)
μσν.
ξεγελώ
αρχ.
1. γελώ δυνατά
2. φρ. «ἐκγελᾷ φόνος» — πετιέται ορμητικά το αίμα.