Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
ἐκγελῶ (-άω) (AM)μσν.ξεγελώαρχ.1. γελώ δυνατά2. φρ. «ἐκγελᾷ φόνος» — πετιέται ορμητικά το αίμα.