ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
(AM ἐκδέρω)αφαιρώ το δέρμα, γδέρνωμσν.- νεοελλ.αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζωνεοελλ.τραυματίζω επιπόλαια το δέρμα, γρατζουνίζωαρχ.δέρνω με ραβδί.