εκδέρω

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκδέρω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
μσν.- νεοελλ.
αφαιρώ τον φλοιό, ξεφλουδίζω
νεοελλ.
τραυματίζω επιπόλαια το δέρμα, γρατζουνίζω
αρχ.
δέρνω με ραβδί.