εκθαμβωτικός

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συσκοτίζει την όραση με τη λάμψη του
2. αυτός που προκαλεί κατάπληξη.