Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
ἐκκλείω και ιων. τ. ἐκκληΐζω (Α)1. κλείνω έξω από κάτι2. αποκλείω, δεν επιτρέπω3. εμποδίζω4. αποκόπτω.