εκλανθάνω
From LSJ
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
ἐκλανθάνω (Α)
1. ξεφεύγω εντελώς από την προσοχή κάποιου
2. κάνω κάποιον να ξεχάσει
3. (μέσ. και παθ.) ἐκλανθάνομαι
ξεχνώ, λησμονώ εντελώς.