εκλανθάνω

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

ἐκλανθάνω (Α)
1. ξεφεύγω εντελώς από την προσοχή κάποιου
2. κάνω κάποιον να ξεχάσει
3. (μέσ. και παθ.) ἐκλανθάνομαι
ξεχνώ, λησμονώ εντελώς.