εκλογέας

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

και εκλογεύς, ο, η (Α ἐκλογεύς)
νεοελλ.
πολίτης που έχει το δικαίωμα ψήφου
αρχ.
εισπράκτορας φόρων.