εκλογέας

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

και εκλογεύς, ο, η (Α ἐκλογεύς)
νεοελλ.
πολίτης που έχει το δικαίωμα ψήφου
αρχ.
εισπράκτορας φόρων.