εκπόνηση

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

η
1. η εκτέλεση έργου με κόπο και φροντίδαεκπόνηση μελέτης, διατριβής κ.λπ.»)
2. εξάσκηση, προπόνηση.