εκπόνηση

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

Greek Monolingual

η
1. η εκτέλεση έργου με κόπο και φροντίδαεκπόνηση μελέτης, διατριβής κ.λπ.»)
2. εξάσκηση, προπόνηση.