εκτενώς
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
επίρρ. (AM ἐκτενῶς)
νεοελλ.
«εν εκτάσει» — με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό»)
αρχ.-μσν.
πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά
αρχ.
1. δραστήρια
2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς
3. με αφθονία
4. έντονα, επίμονα, σφοδρά, ένθερμα.