εκτικός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑκτικός, -ή, -όν)
Ι. μσν.-νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση
αρχ.
1. συνήθης, συνεχής, καθ' έξιν
2. ικανός, επιτήδειος για κάτι
3. καχεκτικός, απισχναντικός
II. επίρρ. ἑκτικῶς
1. καθ' έξιν
ευχερώς
2. καχεκτικώς.