εκτικός

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἑκτικός, -ή, -όν)
Ι. μσν.-νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση
αρχ.
1. συνήθης, συνεχής, καθ' έξιν
2. ικανός, επιτήδειος για κάτι
3. καχεκτικός, απισχναντικός
II. επίρρ. ἑκτικῶς
1. καθ' έξιν
ευχερώς
2. καχεκτικώς.