ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
-ή, -ό1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να εκτυφλώνει («εκτυφλωτικό φως»)2. μτφ. αυτός που προκαλεί συγκλονιστική εντύπωση, εκθαμβωτικός («εκτυφλωτική ομορφιά»).